- τραγωδάριον
- τὸ, Αυποκορ. τού τραγωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον). Η λ. λειτουργεί ως υποκορ. τής λ. τραγῳδία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τραγῳδάρια — τραγῳδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)